- προσδιορίζομαι
- προσδιορίζομαι, προσδιορίστηκα, προσδιορισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προσδιορίζομαι — προσδιορίζω define pres ind mp 1st sg προσδιορίζω define pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκκειμαι — (AM ἔκκειμαι) Ι. είμαι ανηρτημένος για να μπορεί να μέ διαβάζει το κοινό («έκκειται το πινάκιον») αρχ. μσν. πέφτω έξω, βρίσκομαι έξω αρχ. 1. επιδεικνύω 2. προβάλλω, φαίνομαι έξω από κάτι 3. (για μέλη τού σώματος) είμαι ακάλυπτος, γυμνός 4. είμαι… … Dictionary of Greek
εξετάζω — (AM ἐξετάζω) [ετάζω] 1. ερευνώ λεπτομερώς, ελέγχω («τὴν ὑπάρχουσαν συμμαχίαν ἐξήταζον», Θουκ.) 2. υποβάλλω σε ανάκριση, ανακρίνω («το δικαστήριο εξέτασε τους μάρτυρες») 3. ελέγχω προσεκτικά για να διαπιστώσω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («εξέτασε … Dictionary of Greek
κυρώνω — (AM κυρῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῡτα διελύθη», Θουκ. γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.) 2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ … Dictionary of Greek
μοιρογραφούμαι — μονογραφοῡμαι, έομαι (Μ) [μοιρογράφος] γράφομαι, προσδιορίζομαι από τη Μοίρα … Dictionary of Greek
προέκκειμαι — ΜΑ 1. προεκτείνομαι, προεξέχω 2. (ως παθ. τού προεκτίθημι*) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.) β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι προηγουμένως («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.) γ) μνημονεύομαι παραπάνω, προαναφέρομαι 4. φρ … Dictionary of Greek
προσδιορίζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ορίζω κάτι με ακρίβεια ύστερα από έλεγχο ή έρευνα 2. καθορίζω («το υπουργείο προσδιόρισε τον κατώτατο μισθό») μσν. αρχ. (ενεργ. και μέσ.) ορίζω επιπροσθέτως αρχ. μέσ. προσδιορίζομαι ισχυρίζομαι επί πλέον («προσδιωρίζετο μηδὲν αὑτῷ… … Dictionary of Greek
συναποδείκνυμι — ΜΑ 1. αποδεικνύω κάτι από κοινού με άλλον ή μαζί με κάτι άλλο («τούτου γὰρ δειχθέντος καὶ ἐκεῑνο συναποδέδεικται», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. παθ. συναποδείκνυμαι προσδιορίζομαι συγχρόνως … Dictionary of Greek
συνδιορίζομαι — Α ορίζομαι ή προσδιορίζομαι και εγώ επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διορίζω «ορίζω λογικά, δίνω ορισμό»] … Dictionary of Greek
συνειδοποιούμαι — έομαι, ΜΑ προσδιορίζομαι, καθορίζομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰδοποιῶ «χαρακτηρίζω, απεικονίζω»] … Dictionary of Greek